- ἀποπληγία
- ἀπο-πληγία, ἡ,A = ἀποπληξία, Gal.16.672.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποπληγίας — ἀποπληγίᾱς , ἀποπληγία fem acc pl ἀποπληγίᾱς , ἀποπληγία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)